- ματαιώσῃς
- ματαιάζωfut part act fem dat pl (epic)ματαιόωbring to naughtaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωλυσιεργία — η 1. σκόπιμη παρεμπόδιση των εργασιών συνεδρίου. 2. προσπάθεια ματαίωσης έργου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)